Κωνσταντίνος Παλαμάς: Οι Λύκοι!

 

Εκφυλισμένοι Νεογραικύλοι με τους τσοπάνηδες τους!


...Και η Ρωμηοσύνη δίχως μετερίζι,
 κ' η Ανατολή του αίμάτου συντριβάνι. 
Και της Θράκης η γη, κι άς λαμπυρίζη, 
μέ φωτοχνάρια Όρφέων και Διγενήδων, 
μαύρη γη,  κούρβα τούρκων Όσμαλήδων. 
Κ' η Ευρώπη στον καθρέφτη μαγικό 
πού ό περιπαίχτης δαίμονας της δίνει, 
των Εθνών, φάντασμ' άπιαστο λευκό, 
καμαρώνει τήν παναδερφοσύνη.
«Δεκατετράστιχα» (1919).


Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Βοσκοί, στη μάντρα της Πολιτείας οί λύκοι! Οί λύκοι!
Στά όπλα, Ακρίτες! Μακριά και οί φαύλοι και οί περιττοί
καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι,
για λόγους άδειους ή για του ολέθρου τά έργα βαλτοί.

(Άπ' της μαυρίλας της άραχνίλας τήν αποθήκη
σέ σκονισμένα γυαλιά κλεισμένο, παλιό κρασί,
των εκατό σου χρονών ανοίγω το άρχοντηλίκι
στου ήλιου τό φέγγος, τι σέ προσμένουν οί δυνατοί

ξανά σάν πάντα και γιά τή μάχη και γιά τή νίκη
νά τους φτερώσης τό πάτημα τους οπού πατεί.
Σ' έμέ-κελλάρης λυράρης είμαι,-σ' εμένα ανήκει 
νά τό κεράσω στά νέα ποτήρια τό αρχαίο πιοτί).

Βοσκοί και σκύλοι, λώβα και ψώρα. Τ' αρνιά; Μουζίκοι. 
Ό λαός; όνομα. Σκλάβας πλέμπας δούλα κ' η οργή, 
Δίκη άποπάνω θεία των αστόχαστων καταδίκη
και λογαριάζει και ξεπλερώνει όσο αν άργή.

Τραγουδημένη κλεφτουριά, Γένος άρματωλίκι,
τα ξεγραμμένα και τα τριμμένα, ψέματα, αχνοί,
Ιδέα, βυζάχτρα των τετρακόσιων χρόνων, η φρίκη
τώρα, το μάθημα των Ελλήνων ώς χτες, εσύ

του ραγιά μάνα βιβλικό, πλάσμα ορφικό, Ευρυδίκη,
του πανελλήνιου μεγαλονείρου χρυσοπηγή,
μας τον καθρέφτιζες μέσ' στης Πόλης το βασιλίκι
τον ξυπνημένο Μαρμαρωμένο κυνηγητή

του Ισλάμ. Η Θράκη προικιό του, ώ δόξα! Και άπανωπροίκι
μια Ελλάδα πάλε στην τουρκεμένην Ανατολή,
της Ιωνίας γλυκοξημέρωμα...
 Οί λύκοι! Οί λύκοι!
κ' οί βοσκοί ανάξιοι, λύκοι και οί σκύλοι, κ' οί αντρείοι, δειλοί

Στης Πολιτείας τή μάντρα οί λύκοι! Παντού είναι λύκοι!
 
Ξανά στά τάρταρα ίσκιος, του ψάλτη λατρεία κ' έσύ. 
Ψόφια όλη η στάνη. Φέρτε νά πιούμε, κούφιο νταηλίκι,
γιά τ' αποκάρωμα (= κοίμισμα) πού μας πρέπει, κι όποιο κρασί.
27 Αυγούστου 1922.

ΜΙΑ ΦΩΝΗ

Μια μοίρα του φτόνου, του τρόμου κακή ώρα,
κι άνθους και καρπούς όλα τάριξε η μπόρα.
Τα πάντα αν περνούν, θα περάση κ' εκείνη.

Ειρήνη σ' έσέ και γαλήνη!

Τα έθνη λυγίζονται, ορθώνονται, πάνε 
στή νύχτα πού χέρια τυφλών τα σκορπάνε, 
στή δόξα πού η πίστη και η τόλμη τα δίνει.

Γαλήνη σ' εσένα και ειρήνη!

Σεισμοί και φωτιές και σφαγές και ποτάμια
στα σπίτια, στα κάστρα, στις χώρες. Μια Λάμια
σπυριά τρώει τά Κράτη, κεριά και τά σβύνει.

Ειρήνη σ' έσέ και γαλήνη!

Μικρές ή μεγάλες, γραφτό κι αν οί Έλλάδες
τον Τούρκο ή το Φράγκο νά λένε αφεντάδες,
κανείς τί θά γίνη, κανείς τί θά μείνη

( Γαλήνη σ' εσένα και ειρήνη!)

δέν ξέρει. Που; Τί; Ποιο του δρόμου το τέρμα;
Λιμάνι; Γκρεμνός; Ήλιου άνάτελμα; Γέρμα;
Γράφει όλο ένα Χέρι. Τί γράφει; Τί σβύνει;

Ειρήνη σ' έσέ και γαλήνη !

Στης Δίκης τό ζύγι, στο βήμα των αιώνων

παιχνίδια παιδιών οι κολώνες τών θρόνων
κι άστρόχορος οί ήρωες πού η Φήμη όρθοστήνει,

(Γαλήνη σ' εσένα και ειρήνη!)

κυλώντας και σβυώντας, νυχτιάς άλωνάρη.
Στά έθνη τά έθνη για βδέλλες για Χάροι,
του αίμάτου θρεφτάρια του απρίλη και οί κρίνοι.

Ειρήνη σ' έσέ και γαλήνη!

Γιατί του χαμού χαλασμού τις τρεμούλες
τις κόβουν χαμόγελα κάποιες στιγμούλες,
μια στάλα πού η δίψα για βρύση τήν πίνει,

(Γαλήνη σ' εσένα και ειρήνη!)

άστέρευτη βρύση, γαλάζιο λουλούδι,
ναός, πλάσμα, ήχος, λόγος, χαρά το τραγούδι,
στων άυπνων τήν κόλαση γλυκόυπνου κλίνη.

Ειρήνη σ' έσέ και γαλήνη

γιά όσα της μάγισσας Μούσας η βέργα
σου δείχνει άποπάνω σου και όνειρα κ' έργα,
ρυθμών Κασταλίες, του λόγου Ίπποκρήνη.

Γαλήνη σ' εσένα και ειρήνη

για όσα πλασμένα σου, για όσα θα πλάσης
για όσα στου κόσμου την πίκρα θα μπάσης,
μιας γλύκας ιδέα, μια σκιά καλοσύνη.

Ειρήνη σ' εσέ και γαλήνη!

Γαλήνη, το σάλεμα να είσαι του ωραίου, 
Ειρήνη, για να είσαι η κλαγγή του Τυρταίου, 
και μέσ' στο κλουβί για να ζής καναρίνι,

γαλήνη σ' εσένα και ειρήνη !

Γιά κάποια πατρίδα πού ο νους σου έχει βάλει
να στήση πλατιά και βαθιά και μεγάλη,
γιά μέσα σου κι όποια αρχοντιά, δουλοσύνη,

ειρήνη σ' εσέ και γαλήνη!

Και μην ξεσπάς. Κλείσου, κρυφό μοναστήρι
μ' εσένα καλόγερο, γούμενο, κύρη,
κι ας φέγγη σου φώς το ιλαρό πού ίλαρύνει.

Γαλήνη σ' εσένα και ειρήνη!

Γιατί το πολέμιο σάν παύη τουφέκι,
άπάνου άπ' τά μαύρα χαλάσματα στέκει
μιά Μούσα. Ποτέ το τραγούδι δεν παύει,
χαρήτε, κ' οι ελεύτεροι τάχα, και οι σκλάβοι.
Διαβαίνουμε, κ' ένα τραγούδι θά μείνη,
της φλόγας το θάμα, δροσιά στο καμίνι,

γαλήνη του κόσμου και ειρήνη!
  
2 του Τρυγητή 1922

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Μάννα μου, ό κόσμος χάνεται, 
Μάννα, η πατρίδα χάνεται, 
μέτρα και ρίμες και σκοποί 
κι ανώφελα κι αδιάντροπα. 
Η λύρα σαν ξετσιπωσιά, 
και σάμπως να χοροπηδά 
στων πάντων τόν ξολοθρεμό. 
Κι αυτά τά λόγια τά χρυσά, 
κι αυτά ένας κάλπικος παράς, 
κορόιδεμα της συφοράς.

Μάννα, η πατρίδα χάνεται,
Μάννα μου, ό κόσμος χάνεται.
Τσέτης τζελάτης χύμησε,
με τά σπαθιά με τά δαυλιά,
σπαθιά του Τούρκου και δαυλιά,
παραμονεύει ό Βούλγαρος, 
κι ό Μόσκοβος φοβέρα είναι. 
Κι ό Φράγκος ό άρχοντας, ώ! πώς 
τά σούφρωσε τά φρύδια του, 
και πώς ανασηκώνοντας 
τους ώμους, παραμέρισε 
στο άνταριασμένο διάβα μας, 
γιά νά μη γγίξη άπάνου μας!

Στ' άμπελοχώραφα φωτιά,
στις φαμελιές τσεκούρωμα,
τά σπίτια ρεπεθέμελα,
καλύβια και παλάτια βάι!

Φρένα και σπλάχνα και κορμιά,
των πανελλήνων τα παιδιά
σπίθες και σβύνουν, και καπνοί
άπάνου από τα κάψαλα.

Μάννα, μου μάλλιασε η καρδιά,
είμαι ό Χελμός, και το παλιό
χιόνι προτού να λυώση, βάι!
καινούριο, πάει, με πλάκωσε.

Μάννα, δε στέκει τίποτε 
γερό κι άντρίκειο μέσα μου, 
είμαι άρρωστος χίλιες φορές, 
μύριες φορές είμαι άναντρος, 
τι αγκομαχάει στα μέσα μου 
σακάτης κόσμος και κοσμάς! 
Πέρα για πέρα τσάκισμα! 
Σαπιοκάραβο, σύψυχο 
σε καρτεράει το βούλιασμα!

Μάννα, ένας κόσμος χάνεται, 
γιατί η πατρίδα χάνεται. 
Μάννα, δε βλέπω τίποτε, 
για τριγυρνάω θεόστραβος, 
για μ' έπνιξε τρισκόταδο. 
Κι αν ίσκιοι άργοσαλεύουνε 
σάμπως με χέρια σηκωτά 
γνεύοντας όλο προς εμάς 
και σάμπως θέλοντας νά πουν: 
-Μη σας παγώνη ό χαλασμός, 
κ' ειν' άποπίσω ό λυτρωμός!

Τί; Κ' οί ίσκιοι, μάννα μου, ίσκιοι είναι
γράφονται και ξεγράφονται
χωρίς κανένα χάραμα
πού να γλιστράη κατόπι τους
χλωμά θυμίζοντας δειλά
πώς έρχεται ξημέρωμα
κι ας είναι μέσ' στη συγνεφιά.

Κορίτσια, ξερριζώστε τα
τα φουντωτά μακρόμαλλα
στη φούρια της απελπισίας!
Λεβέντες, τά μνημούρια σας
με τά χέρια σας σκάφτε τα,
προτού τά σκάψουνε γιά σας
άλλοι! Πιαστητε ολόγυρα
στο μέγα νεκροκρέββατο
τό καρφωμένο ολόμαυρο
σάν έτοιμο νά τη δεχτή,
μια πεθαμμένη... Ώχ' οί ψαλμοί
και οί μύθοι πού τη βλέπανε
σά θάμα και σάν όραμα!

Κι αν ανοιχτή στο στόμα σας,
ας πεταχτή άπ' τό στόμα σας
σκούξιμο κράξιμο δαρμός,
τό μοιρολόι ωμό σκληρό,
τό μοιρολόι μανιάτικο!

Μάννα, η πατρίδα χάνεται,
Μάννα μου, ό κόσμος χάνεται.
Μάννα, μπορείς να τόνε βρής
κι όπως κι άπ' όπου, κατά μας
να τον τραβήξης, από τα
ζεστά του κόρφου σου ζεστό,
γιά γυριστό-ξέρω κ' εγώ-
γιά σάν πρωτόφαντο βγαλτό
τόν ήρωα και το λυτρωτή;
Νά μας τόν προφητεύουνε
κι αν πιά οί προφήτες πάψανε,
κι αν κλάψανε τή χάση του,
τή συμφορά μας κλάψανε.

Μάννα, η Πατρίδα χάνεται, 
προφήτες, ήρωες, μάρτυρες, 
και ό λυτρωτής και ό σαλπιστής, 
όλα εδώ σβύνουν. Θά σβυστής.

Μάννα μου, τή δοκίμασα
μέσ' στο γιωμένο στόμα μου
τήν ξυπνητήρια σάλπιγγα,
Τυρταίων, Άλκαίων τήν ηδονή.
Και η βροντοκράχτρα η σάλπιγγα
και σάν από σπηλιάς βυθούς
μου τό 'δινε γιά σάλπισμα
το μούγκρισμα του θανατά
και τό κομμένο ρούχνισμα
του ανθρώπου πού ψυχομαχά.
Κι οϊμέ! σά νά με μπάτσισε
κρύο χέρι, και τήν ερριξα
τήν περιπαίχτρα σάλπιγγα,
Μαννούλα μου, και τράβηξα
στου δροσερού περιβολιού
τα τρίστρατα, τα ξέφωτα
πού μ' αγναντεύεις την αυγή
και μου μιλάς το δειλινό,
στον πάγκο τον απόμερο
ταξιδευτή και στοχαστή
με τή ματιά μου καρφωτή
στα ωραία παιδάκια τών εφτά
και τών εννιά μαγιάπριλων,
κ' ύστερα όλόγυρτη ματιά
μέσ' στου βιβλίου τους θησαυρούς,
κι απέ ψηλά στους ουρανούς
πιο γόητες μπρος στή φαντασία,
καθώς μισοξανοίγονται
μέσ' από κάποιων τρίψηλων
πεύκων μακροήμερων κορμιά.

Γλυκό δροσόπνοο το πρωΐ,
τά μονοπάτια τά 'φερα
γύρα, κι άπ' όπου διάβαινα
κάποια γαλάζια λούλουδα,
γαλανολούλουδα στρατός,
κ' εδώ κ' εκεί, πλάι, πίσω, μπρος,
τά γέρναν καθώς πέρναγα,
και χαρωπά και θλιβερά
τρέλα τά κεφαλάκια τους,
σά νά με χαιρετούσανε
και σά νά με ρωτούσανε.

—Ώραία γαλαζολούλουδα,
όση κι αν είν' η ανθάδα σας
αντιγραμμένη άλάθευτη
μέσ' άπ' τή λιγερόπλαστην
εντέλεια τάχα ποιου αττικού
εύγενικώτατου ούρανού,
του κάκου ανθείτε! Αδύνατα,
χλωμά, παρακαλεστικά,
ξαφνίσματα, ρωτήματα,
σάν άυλη κ' η όμορφάδα σας,
από ένα δαίμονα σταλτή
γιά μας, περίγελο κι αυτή.

Άνθια, πεινούμε γιά καρδιές,
άνθια, διψούμε γιά ψυχές.
Του κάκου τά ήλιογέρματα
στους κήπους μέ τις ευωδιές!
Τά χέρια είναι για τ άρματα, 
και τ' άρματα γιά τή ζωή, 
κ' είναι γιά σας ό θάνατος
σας μέλλεται ξολοθρεμός,
άκοίταχτα, άλογάριαστα 
κάτου άπ' τ' άλογοπάτημα 
του άγαρηνού του άσιανού.

Δροσοσταλίδα η ομορφιά,
 
μα η δύναμη είναι μιά φωτιά.

Η ΦΩΝΗ

Χαρά σ' όποιων τόπων τους κήπους ανθίζουν
ανθοί γαλανοί, γαλανές και καρδιές.
Χαρά και στά μάτια όταν κάπου άντικρύζουν
γαλάζιες χλωράδες
και μέσ' στις χερσάδες
και μέσ' στις ερμιές.

Έν άνθος και φτάνει
κι αν κάποτε κάνει
σα χέρι πού δείχνει, σα στόμα και λέει:
- Μακριά το μαράζι!
                                   
Δε χάνεται τίποτε ως τόσο,
ακούστε, νέοι, γέροι, κιοτήδες, γενναίοι!
Δε χάνεται τίποτες όσο
φυτρώνω άπ' το χώμα.  
Τι ποτίζει μ εκεί
το πού ρέει κι ανασταίνει νεράκι,
και φυτρώνω κι ακόμα
λουλουδάκι ουρανί μυστικά στην ψυχή,
ποτισμένο από κάποια πηγή
πού πηγαίνουν και πίνουν οι νιοι
γιά νά βγουν παλληκάρια και δράκοι.
Μακριά το σαράκι!

Η δύναμη η Βία κι αν είναι μιά ορμή
νικήτρα συχνά, πιο συχνά καταλύτρα,
Ελπίδα και Πίστη και Αγάπη μαζί
κι ανθρώπων κ' εθνών μεγαλώνουν τή φύτρα.
Και η πού καίγει αστραπή κ' η ευεργέτρα βροχή
άπ' το μαύρο το σύγνεφο βγαίνουν.
Πίστη, Αγάπη κ' Ελπίδα ας πηγαίνουν
και σε μιά μοναχή μιά φτωχούλα ψυχή·
γιά καινούρια μιά βλάστηση σπόρος μπορεί
το μοιρόγραφτο νά είναι μιά ψυχούλα φτωχή.

Κι άν είναι χυμένη στη φύση μια χάρη
πού κάποιο φωτόνομα θέλει να πάρη,
πάει Θεός να κραχτή, Νους, Βουλή, Δικαιοσύνη,
ποιος ξέρει... Όρθός στάσου !
Γιατί η λύρα πού τρέμει στα λιγνά δάχτυλα σου,
καθώς μέσα στ' απέραντα ειπώθηκεν άστρο,
καθώς έχτισε, λένε, κάπου κάποτε κάστρο,
μέσ' στον κίντυνο είν' άξια μια σημαία να γίνη !

Γαλήνη σ' εσένα και ειρήνη!

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Της λύρας κάμε σκοινιά τις κόρδες για μιά κρεμάλα, 
ή στά σκουπίδια, να μη βαραίνη μας τή φευγάλα! 
Α! η σαστιμάρα! Της φαγομάρας ώ! το σκουλίκι... 
Στης Πολιτείας τή μάντρα οι λύκοι! Παντού είναι λύκοι!

7 του Τρυγητή 1922

Κωνσταντίνος Παλαμάς, οι Λύκοι [έκδοση ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑ, χ.χ, σελίδες 39-51].



Εκ του Δεσμώτη-Μπαγιαρτάκη Νικόλαου του "Νεωτερικού Κράτους - Λεβιάθαν": από τον πνευματικό φάρο του
 "Ελεύθερου Δεσμώτη".

ΠΗΓΗ: fragoulisg μέσω protagorasnews

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.