Λιπoθυμίες

 

Συντάκτης: Δημήτρης Νανούρης

Κατέβ’κα χτε να πάρ’ τη σύνταξ’ μ’. Αϊ Τι Μου ’τ’χε τσ’ καψιρής. Πληκρουλόγ’σα στου αφιλότιμου του μηχάν’μα 420 ιβρώ κι αντίς να βγάλ’ υπόλοιπου 390, όπους πάντουτις, ι διάλουλους έδειξι μ’δέν. Πάν’, πιτάξαν τα λιφτ’δάκια μ’, τα μοιρουλόγαγα. Μι τα ’φαγι ι αναθιματισμένους ι Κατρούγκαλους π’ κατάργησι του ΙΚΑΣ, που να τ’ καταργήσ’ ι Θιος του ιργατικό δίκιου κι να μη σταυρώσ’ πιλάτ’ στουν ιώνα τουν άπαντα ι αχαΐριφτους. Αϊ ρε χαμένε, ζήσ’ ισύ μι τόσα μαναχά κι να ’χ’ς κι ιγγόνια να τρέφ’ς!

Αισθάνθ’κα σαν να μ’ ήρθι ι ουρανός κατακέφαλα. Τήραγα κι ξανατήραγα του πουρτουφόλ’ κι έβγανα η δόλια ουρλιαχτά. Σ’ν απόγνωσ’ μ’ τράβαγα τα μαλλιά μ’ κι έμπ’γα τα νύχια μ’ στα μάγουλα. Απουρήσαν οι πιραστικοί. Τριλή ντιπ καταντίπ θα ’ναι τούτη, σκέφτουνταν. Πέσαν πάνω μ’ δυο τρία παλικάρια να μι συνεφέρουν και ουί χα λιπουθύμ’σα. Μι ξάπλουσαν σε ένα στηθαίου κι με ρίχναν νιρά μπας κι συνέλθου, αλλά ιγώ έγλιπα αστράκια κι φιγγάρια δρέπανα.

Τότις ούλη μ’ η ζουή πέρασε λες μπρουστά μ’ σι πέντι λιπτά. Γιννήθηκα ζ’ Καρδιτσουμάγ’λα Καρδίτσης. Δύσκουλα χρόνια, φτουχά. Λιώναμε στου μπαμπάκ’ και του στάρ’ κι ανταμοιβή τίπουτας. Δικαϊφτά χρονώ μι πάντρεψε ι πατέρας μ’. Καλό πιδί ι Μήτσους, γύρισε από φαντάρους κι έψαχνε νύφ’, να μη χάσ’. Τουν πήρα. Ας κόνταγα να κάνω κι αλλιώς. Μέλλουν δε γλέπαμι στου χουριό κι έτσ’ ήρθαμαν ζ’ν Αθήνα.

Απού του χάραμα ως το βράδ’ δούλευε ιφτούνος στου γιαπί κι ιγώ γιννοβολούσα στου σπίτ’. Τρεις τσούπις κι δυο λιβέντες αναστήσαμαν. Θα μι ρωτήσιτε αν τουν ιρωτεύτ’κα. Πού κιρός για τέτοια χαζά! Απλώς σ’γά σ’γά συνήθισε ου ένας τα χούγια τ’ αλλουνού κι αγαπήθ’καμαν. Ημαν ιργάτρια σι ’ργουστάσιο. Τσάκα τσάκα ήρθαν και τα ’γγόνια. Τα βουλεύαμαν τότινες μια χαρά κι βοηθάγαμαν. Τι βοήθαγαμαν δηλαδή; Στα χιράκια μου τα μιγάλωσα.

Ράισε η καρδούλα μου, όταν έκλεισε η Μπάλκο. Ημαν 55 χρονώ κι είχα 8.000 βαρέα. Ζαλώθ’κα τη σκούπα κι του σφουγγαρόπανου άλλα πέντε χρουνάκια. Πήρα σύνταξ’ μειουμέν’. Ι Γιουργάκ’ς, ι Παπαδήμος και ι Σαμαράς μι την έκαναν 580 ιβρώ που να τσ’ καμωθεί. Γκαφάλια και ζαγάρια ούλοι οι πουλιτικοί. Ο παππούλης μ’, αντάρτης του ΙΛΑΣ, μ’ ορμήνευε να μην τσ’ π’στεύου. Μι ξιγέλασι όμους ι Τσίπρας. Παλικαρόπουλο άβγαλτου κι αριστιρός, θα ’χει τσίπα, φαντάζομαν. Θα φτιάσ’ καλά για τουν λαό.

Αμ δε! Τα ’ξιρα ιγώ. Αλλά με έπιασε ι ιγγόνα μ’. Θα σχουλάσ’ τουν άντρα μ’ απ’ του Δ’μόσιο η Δεξιά, με είπε. Σκιάχτ’κα. Ψήφ’σα ΣΥΡ’ΖΑ, που να μι κόβουνταν και τα δυο χέρια απ’ τη ρίζα, που όλου μουτζών’μαν κι τώρα μι την περικοπή του ΙΚΑΣ γδέρνου και του πρόσουπό μ’. Ι Μήστους κατάντησε νοσοκόμα. Μι του ιώδειου και του χατζαπλάστ στου χέρ’ διαρκώς. Αϊ στον κόρακα πια θεομπαίχτες, ισείς κι οι Σόιμπλε, οι Μόιμπλε κι του κακό συναπάντ’μα. Τ’ν κατάρα μ’ να ’χιτε ρεμπισκέδες που μι γιράσατε προυτού τ’ν ώρα μ’ κι ίναι κι δίκαια και θα πιάσ' του δίχως άλλου.


ΠΗΓΗ: efsyn


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.